εξισωτικός

εξισωτικός
η , ό[ν]
1) уравновешивающий, уравнивающий, приравнивающий; 2) подводящий баланс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξισωτικός" в других словарях:

  • εξισωτικός — ή, ό(ν) [εξισωτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξίσωση, αυτός που τείνει να εξισώσει («εξισωτικές προσπάθειες τού προϋπολογισμού») …   Dictionary of Greek

  • εξισωτικός — ή, ό επίρρ. ά που εξισώνει, που συντελεί στην εξίσωση: Προσπάθειες εξισωτικές των μισθολογικών διαφορών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισαστικός — ἰσαστικός, ή, όν (Μ) [ισάζω] (για αγώνα δρόμου) αυτός που ισάζει, που κάνει κάτι ίσο, εξισωτικός …   Dictionary of Greek

  • παρισωτικός — ή, όν, ΜΑ [παρισώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρίσωση, δηλ. στην εξίσωση 2. αυτός που εξισώνει κάτι, ο εξισωτικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»